Είμαστε πολύ τυχεροί που ζούμε σε μία εποχή στην οποία μπορούμε να προσφέρουμε στον ασθενή μας, στον οποίο θέτουμε την διάγνωση της εκφύλισης της ωχράς κηλίδας, μία θεραπεία. Μέχρι πριν λίγα χρόνια όταν βλέπαμε έναν ασθενή με τα πρώτα στάδια της εκφύλισης της ωχράς κηλίδας δυστυχώς το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να τον ενημερώσουμε για την εξέλιξη της νόσου, η οποία τις περισσότερες φορές ήταν μια μεγάλη ουλή στην περιοχή της ωχράς κηλίδας με συνοδό μόνιμη απώλεια της κεντρικής όρασης. Το διάστημα που χρειαζόταν για να μειωθεί η όραση σε αυτά τα πολύ χαμηλά επίπεδα ήταν από έναν μέχρι έξι μήνες. Αυτό μέχρι πριν μερικά χρόνια όταν έγινε η τυχαία παρατήρηση ότι η χρήση ενός φαρμάκου που ανήκει στην κατηγορία των Anti-VEGF (αντιαγγειογενετικών φαρμάκων) βελτίωνε σημαντικά την όραση σε ανθρώπους που είχαν την υγρά μορφή της εκφύλισης της ωχράς κηλίδας. Η επανάσταση που έφερε αυτή η παρατήρηση στην αντιμετώπιση της συγκεκριμένης πάθησης ήταν τρομακτική.
Έκτοτε έγιναν αλλά και συνεχίζουν να γίνονται μελέτες που δείχνουν την τεράστια διαφορά στην όραση αλλά και στην κλινική εικόνα των ασθενών που έκαναν θεραπεία με Anti-VEGF σε σύγκριση με ασθενείς που δεν έκαναν. Οι περισσότερες μελέτες έδειξαν ότι η οπτική οξύτητα, δηλαδή το πόσο καλά βλέπει ο ασθενής, παρουσίασε σημαντική βελτίωση σε σχέση με την πρώτη επίσκεψη του στο ιατρείο δηλαδή με την ημέρα της διάγνωσης. Εκτός αυτού δηλαδή εκτός από το γεγονός ότι μπορούμε να βελτιώσουμε την όραση του ασθενή στα πρώτα στάδια της πάθησης, είναι πολύ σημαντικό επισημάνουμε ξανά ότι η πρόγνωση χωρίς θεραπεία είναι πάρα πολύ κακή και ότι η συνήθης κατάληξη ήταν μια μεγάλη ουλή στο κέντρο της ωχράς κηλίδας με πολύ χαμηλή όραση.
Ποιός είναι ο λόγος λοιπόν που πολύ συχνά ακούμε για ανθρώπους που καταλήγουν με σημαντικό πρόβλημα όρασης όταν έχουν διαγνωστεί με ωχρά κηλίδα;
Κατ’ αρχήν υπάρχουν αρκετές διαφορετικές παθήσεις της ωχράς κηλίδας, σημαντικό ποσοστό από τις οποίες δεν αντιμετωπίζονται με ενδουαλοειδικές ενέσεις. Άρα η σωστή διάγνωση είναι πολύ σημαντικό κομμάτι στην αντιμετώπιση.
Δεύτερον η έγκαιρη διάγνωση είναι πολύ σημαντική γιατί φυσικά αν η πάθηση προϋπάρχει για μήνες προ της διάγνωσης τότε ενδεχομένως να υπάρχει ήδη μόνιμη βλάβη.
Σημαντικότερος όμως λόγος για τον οποίο μπορεί κανείς να μην έχει καλό αποτέλεσμα είναι η ελλιπής θεραπεία ή η θεραπεία με μη αποτελεσματικά πρωτόκολλα. Υπάρχουν δηλαδή περιπτώσεις στις οποίες έχει χαθεί κρίσιμος χρόνος σε κάποιο από τα στάδια της νόσου με την θεραπεία να γίνεται σε μεγαλύτερα από το επιθυμητό διαστήματα. Αυτό έχει σαν συνέπεια η βελτίωση που παρουσιάζεται από την αγωγή να χάνεται στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα μέχρι να γίνει ή επόμενη έγχυση. Έτσι η πάθηση δεν τίθεται υπό έλεγχο.
Υπάρχει νόημα να συνεχίσουμε με την θεραπεία εάν υπάρχει ήδη εκτεταμένη βλάβη στην ωχρά;
Φυσικά το κομμάτι της ωχράς κηλίδας που έχει υποστεί μόνιμη βλάβη δεν μπορεί να επανέλθει με τις υπάρχουσες θεραπείες. Υπάρχει όμως νόημα στην θεραπεία εφόσον μας ενδιαφέρει να μην μεγαλώσει η περιοχή από την οποία δεν βλέπει κανείς. Ο κίνδυνος δηλαδή για έναν άνθρωπο με υπάρχουσα βλάβη στην περιοχή της ωχράς είναι η βλάβη αυτή να μεγαλώσει άρα να μεγαλώσει σε μέγεθος και η περιοχή με την κακή όραση. Εάν η περιοχή που έχει επηρεαστεί δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη τότε φυσικά και έχει νόημα να προσπαθήσει κανείς να την περιορίσει. Συνεπώς είναι περισσότερο μια επιλογή που είναι διαφορετική για τον καθένα και σωστότερη προσέγγιση για εμάς είναι να ενημερώσουμε τον ασθενή και να του δώσουμε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να πάρει την σωστή απόφαση για τον ίδιο.
Πονάνε οι ενδοβόλβιες ενέσεις;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι απλή. Εξαρτάται από την αναισθησία που θα χρησιμοποιήσουμε. Υπάρχει τρόπος να γίνει εντελώς ανώδυνα και φυσικά ακόμα και με την μικρότερης έντασης αναισθησία που είναι μόνο με αναισθητικές σταγόνες, τις περισσότερες φορές ο ασθενής δεν αισθάνεται πόνο ή ο όποιος πόνος είναι πολύ μικρός. Προσωπικά επιλέγω έναν συνδυασμό αναισθησίας στην οποία ο ασθενής συνήθως δεν αισθάνεται καθόλου πόνο.
Υπάρχει κίνδυνος από τις ενδοϋαλοειδικές ενέσεις;
Κάθε παρέμβαση στο ανθρώπινο σώμα έχει κάποιους κινδύνους. Έτσι και η ενδοϋαλοειδική ένεση εμπεριέχει κάποιους κινδύνους, οι οποίοι όμως είναι αρκετά μικροί. Τα στατιστικά δείχνουν το οι πιθανότητες να αναπτύξει κάποιος αιμορραγία μόλυνση ή αποκόλληση αμφ/δούς είναι μικρότερες από 1:1000 περιστατικά και η προσωπική μου εμπειρία δείχνει ότι τα ποσοστά αυτά είναι αρκετά μικρότερα. Φυσικά σημαντικό ρόλο παίζει και ο χώρος αλλά και η διαδικασία που ακολουθείται κατά την διάρκεια μιας ενδοβόλβιας ένεσης. Εμείς έχοντας εμπειρία με περισσότερες από 1500 ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις, κρατάμε την περιοχή εντελώς αποστειρωμένη αλλά και η ίδια η έγχυση γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αυξηθεί όσο το δυνατόν η ασφάλεια για τον ασθενή. Είναι ο χώρος αλλά και η τεχνική που μας εξασφαλίσει όσο το δυνατόν ασφαλέστερο αποτέλεσμα.